τοί

τοί
τοί (prop. ethical dat. of συ, L-S-J-M, s. also Denniston 537; Schwyzer I 602) enclitic particle (Hom.+; LXX; Jos., Ant. 15, 374; 16, 319; Just., A I, 4, 8 καὶ γάρ τοι) marker of emphasis on the reliability of a statement, let me tell you, surely, in our lit. only in the transition formula πέρας γέ τοι and furthermore, besides (πέρας 3) B 5:8; 10:2; 12:6; 15:6, 8; 16:3.—For μέν τοι s. μέντοι.—DELG s.v. το-1.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… …   Dictionary of Greek

  • τοί — ὁ lentil masc nom pl (epic) τοι , σύ thou dat 2nd sg (doric) σύ thou dat 2nd sg τοι , τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοι — σύ thou dat 2nd sg (doric) τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖ — σύ thou dat 2nd sg (doric) τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοΐ — Α (σε επιγρ.) άλλος τ. τού ουδ. τής δεικτ. αντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τοδί (βλ. λ. όδε)] …   Dictionary of Greek

  • τοί — (I) ταί, Α (άρθρ.) (ονομ. πληθ.) βλ. ο. (II) ταί, Α ονομ. πληθ. τής αναφ. αντων. ὅς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού άρθρου ὁ, ἡ, τό, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά και ως αναφορική αντωνυμία (βλ. λ. ο, η, το)] …   Dictionary of Greek

  • τόι — το, Ν είδος πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. toy] …   Dictionary of Greek

  • τοῖ' — τοῖο , ὁ lentil masc/neut gen sg (epic) τοῖα , τοῖος such neut nom/voc/acc pl τοῖε , τοῖος such masc voc sg τοῖαι , τοῖος such fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. — καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. См. Все можно, только осторожно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοί τοι πόσιος καὶ βρώσιος εἰσὶν ἑταῖροι. — См. При пиве, при бражке много братьев …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοί σέ τοι μισοῦσιν, ἂν σαυτὸν φιλεῖς. — См. Самолюб никому не люб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”